- μελίπαις
- μελίπαις, -αιδος, ὁ (Α)φρ. «μελίπαις σίμβλος» — η κυψέλη μαζί με τα μελιτοφόρα τέκνα της, δηλ. με τις μέλισσες («ἔρρ' ἐπὶ σοὺς μελίπαιδας ὄποι ποτέ, δραπέτι, σίμβλους», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + παῖς (πρβλ. καλλί-παις)].
Dictionary of Greek. 2013.